Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
вина — ВИН|А (1167), Ы с. 1.Причина, повод: ˫Аκο ѥже... ||...зълѣ гл҃ати и клеветати. вражьды и ненависти. рати начѩло вина бываѥть. Изб 1076, 99 об. 100; Вьсемоу ли грѣхоу и блоудоу оубо. вина ѥсть ди˫аволъ. Там же, 190; обави виноу ѥ˫а же ради прииде … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
αθεώρητος — η, ο (Α ἀθεώρητος, ον) [θεωρῶ] νεοελλ. αυτός που δεν έχει θεωρηθεί, ανεξέταστος, ανεπικύρωτος αρχ. 1. αθέατος, αόρατος 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή εξετάσει κάτι, ο μη γνώστης σε κάτι 3. ο μη νοήμων … Dictionary of Greek
αξιοπαρατήρητος — η, ο αυτός που αξίζει να τον παρατηρήσει κανείς, να τον εξετάσει με προσοχή, ο σημαντικός … Dictionary of Greek
επαναποδίζω — ἐπαναποδίζω (Α) αναποδίζω*. εξετάζω και πάλι, ξαναγυρίζω σε όσα έχω εξετάσει … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
ζωοτομία — Το σύνολο των χειρουργικών επεμβάσεων που εκτελούνται στα ζώα. Η ζ., που διέπεται σε πολλές χώρες από ορισμένες διατάξεις σχετικά με την αναισθησία και την ασηψία, έχει σκοπό να εξετάσει και να αποκόψει ειδικούς ιστούς και όργανα για τη μελέτη… … Dictionary of Greek
θεατός — ή, ό (Α θεατός, ή, όν) [θεώμαι] αυτός που φαίνεται, αυτός που μπορεί κανείς να τόν δει, ο ορατός αρχ. (για αφηρημένες έννοιες) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εξετάσει, να διακρίνει, να παρατηρήσει («θεατός μόνῳ νῷ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek